ξεσκάβω
Смотреть что такое "ξεσκάβω" в других словарях:
διασκάπτω — (AM διασκάπτω) 1. ανοίγω αυλάκι σκάβοντας 2. καταστρέφω, ανατρέπω 3. ανασκάπτω, ξεσκάβω … Dictionary of Greek
εκσκάπτω — (AM ἐκσκάπτω) 1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω 2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek